- αμέγαρτος
- ἀμέγαρτος, -ον (ποιητ.) (Α)1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που δεν φθονείται, ανεπίφθονος, μη αξιοζήλευτος, μελαγχολικός, θλιβερός2. (για πρόσωπα) δυστυχής, άθλιος, κακομοιριασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + μεγαίρω «φθονώ»].
Dictionary of Greek. 2013.